Η περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια είναι ένα σοβαρό πρόβλημα που κάνει τους καρδιακούς μυς σκληρούς – άκαμπτους. Όταν ο μυς της καρδιάς είναι σκληρός, δεν μπορεί να διαταθεί ώστε να επιτρέψει αρκετό αίμα να εισέλθει στους κάτω θαλάμους(κοιλίες) της καρδιάς. Έτσι, το αίμα που κανονικά θα εισέρχονταν στην καρδιά επιστρέφει στο κυκλοφορικό σύστημα.
Τις περισσότερες φορές, αυτό οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια.
Τι προκαλεί την περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια:
Συχνά η αιτία βρίσκεται ποτέ, αλλά υπάρχουν ασθένειες ή προβλήματα που μπορεί να οδηγήσουν σε περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια. Αυτές μεταξύ άλλων είναι:
- Καρδιακή αμυλοείδωση, μία συσσώρευση μιας μη φυσιολογικής πρωτεΐνης στο καρδιακό μυ.
- Αιμοχρωμάτωση, συγκέντρωση σιδήρου στο καρδιακό μυ.
- Σαρκοείδωση, ένα σπάνιο είδος φλεγμονής της καρδιάς.
- Η ακτινοβολία και η χημειοθεραπεία, που χρησιμοποιούνται για τη θεραπεία του καρκίνου.
- Καρκινοειδές σύνδρομο, μια σπάνια ασθένεια που προκαλεί ορισμένες χημικές ουσίες να απελευθερώνονται στην κυκλοφορία του αίματος. Αυτές οι χημικές ουσίες μπορεί να αυξήσουν την ακαμψία του καρδιακού μυός.
- Σύνδρομο Loeffler και ενδομυοκαρδιακή ίνωση, καταστάσεις που μπορούν να προκαλέσουν ουλώδη ιστό στην καρδιά.
- Γενετικοί παράγοντες. Κληρονομικές ασθένειες, όπως η νόσος του Gaucher και η νόσος του Fabry, μπορούν να οδηγήσουν σε περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια. Αλλά αυτές οι ασθένειες μπορούν να θεραπευτούν και να αποτραπεί η περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια.
Συμπτώματα της Περιοριστικής Μυοκαρδιοπάθειας
Αρχικά μπορεί να μην εμφανιστούν συμπτώματα ή να είναι ήπια, όπως αίσθημα κούρασης ή αδυναμίας. Αν η καρδιά γίνει πιο αδύναμη, θα αναπτυχθεί καρδιακή ανεπάρκεια.
Διάγνωση
Η διάγνωση της περιοριστικής μυοκαρδιοπάθειας γίνεται με βάση το ιατρικό ιστορικό του ασθενούς και του κοντινού οικογενειακού περιβάλλοντος. Ο γιατρός θα ακούσει την καρδιά και τους πνεύμονές και θα ελέγξει τα πόδια για συσσώρευση υγρού. Επίσης θα γίνουν και λεπτομερέστερες ιατρικές εξετάσεις, ενώ σε ορισμένες περιπτώσεις, ο γιατρός μπορεί να χρειαστεί ένα μικρό δείγμα του καρδιακού ιστού, για να κάνει μια οριστική διάγνωση. Η διαδικασία αυτή ονομάζεται βιοψία.
Η Περιοριστική Μυοκαρδιοπάθεια αντιμετωπίζεται με χορήγηση φαρμάκων, αλλαγή στον τρόπο ζωής, τοποθέτηση βηματοδότη ή εμφυτεύσιμου καρδιακού απινιδωτή (ICD), ή ένα συνδυασμό βηματοδότη και ICD που μπορεί να φτάσει έως και στην ανάγκη μεταμόσχευσης καρδιάς.
Η παρακολούθηση των συμπτωμάτων καθημερινά απαραίτητη. Θα πρέπει να ενημερωθεί ο θεράπων ιατρός όταν:
- Υπάρχει ξαφνική αύξηση του βάρους, σε διάστημα 2 έως 3 ημέρων.
- Υπάρχει αλλαγή στην ικανότητα εκτέλεσης ασκήσεων.
- Υπάρχει ξαφνική αλλαγή στα συμπτώματα.
Τι να αναμένει κάποιος ασθενής που πάσχει από περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια;
Τις περισσότερες φορές, η περιοριστική μυοκαρδιοπάθεια οδηγεί σε καρδιακή ανεπάρκεια. Η καρδιακή ανεπάρκεια συνήθως επιδεινώνεται με την πάροδο του χρόνου, αλλά η ιατρική βοήθεια θα επιβραδύνει την ασθένεια και θα βοηθήσει τον ασθενή να αισθανθεί καλύτερα και να αυξηθεί το προσδόκιμο ζωής του.
Εάν ο γιατρός βρει την αιτία της περιοριστικής μυοκαρδιοπάθειας, τότε η αιτία θα θεραπευτεί εάν αυτό είναι δυνατόν.
Μερικοί άνθρωποι αναπτύσσουν και άλλα προβλήματα, όπως τα εξής:
- Εγκεφαλικό επεισόδιο.
- Καρδιακή προσβολή.
- Θρόμβο αίματος στον πνεύμονα, που ονομάζεται πνευμονική εμβολή.
- Αιφνίδιο καρδιακό θάνατο, κυρίως σε ανθρώπους που έχουν σοβαρό πρόβλημα αρρυθμίας σε έναν από τους κάτω θαλάμους της καρδιάς (κοιλίες).