Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη είναι μία επεμβατική διαγνωστική εξέταση.
Ο επεμβατικός καρδιολόγος Δρ. Λάμπρος Καραγκούνης, παρ΄ ότι είναι κάτοχος διπλώματος Ηλεκτροφυσιολογίας της καρδιάς κατόπιν κρατικών εξετάσεων (American Board), δεν διενεργεί ο ίδιος ηλεκτροφυσιλογική μελέτη εντός του Αιμοδυναμικού Εργαστηρίου του Ιατρικού Διαβαλκανικού. Ωστόσο, μπορεί με ακρίβεια να εκτιμήσει πότε είναι αναγκαίο να διενεργηθεί σε έναν ασθενή του ηλεκτροφυσιολογική μελέτη αλλά και να διασφαλίσει τους βέλτιστους όρους διενέργειάς της.
Τι είναι η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη
Ο καρδιακός μυς, δηλαδή το μυοκάρδιο, για να λειτουργήσει χρειάζεται συνεχή ηλεκτρική διέγερση. Η παραγωγή του ηλεκτρικού ρεύματος της καρδιάς γίνεται από ένα πρωτεύον κέντρο μέσα στο δεξιό κόλπο (φλεβόκομβος), που αποτελείται από ειδικά κύτταρα του μυοκαρδίου που έχουν την ιδιότητα να διεγείρονται αυτόματα ηλεκτρικά με συχνότητα 60-70 ηλεκτρικές διεγέρσεις το λεπτό. Το ηλεκτρικό ερέθισμα προχωρεί κινούμενο δια μέσου ‘ηλεκτρικών καλωδίων’ που λέγονται ίνες του Purkinje και που φθάνουν μέχρι τα κοινά μυοκαρδιακά κύτταρα, τα οποία διεγείρει για να δουλέψουν, δηλαδή να συσταλούν και να διασταλούν.
Όταν ο φλεβόκομβος λειτουργεί σωστά, τότε όλο το ηλεκτρικό σύστημα της καρδιάς χρησιμοποιείται αποκλειστικά σαν δρόμος αγωγής του ηλεκτρικού ερεθίσματος. Εάν, όμως, ο φλεβόκομβος νοσήσει, τότε αναλαμβάνουν τα υπόλοιπα κέντρα τη λειτουργία υποκατάστασης, αλλά λειτουργούν με χαμηλότερο ρυθμό ηλεκτρικής διέγερσης (μικρότερο των 70 παλμών ανά λεπτό) και τότε μπορεί να προκληθεί ισχαιμία του μυοκαρδίου, φλεγμονή του μυοκαρδίου, κοιλιακές αρρυθμίες που είναι πιθανόν με τη σειρά τους να οδηγήσουν σε κοιλιακή ταχυκαρδία ή κοιλιακή μαρμαρυγή, αλλά και σε ανακοπή.
Η ηλεκτροφυσιολογική μελέτη συνιστάται κυρίως για τις ταχυαρρυθμίες και σπανιότερα για τις βραδυαρρυθμίες. Διενεργείται με καθετηριασμό της καρδιάς, δηλαδή με την εισαγωγή δια μέσου των φλεβών, λεπτών ηλεκτροδίων που οδηγούνται στην καρδιά προκειμένου να καταγράψουν με ακρίβεια τις ηλεκτρικές διαταραχές , οι οποίες δεν μπορούν να ελεγχθούν με το κλασικό ηλεκτροκαρδιογράφημα.
Η εξέταση γίνεται με τοπική αναισθησία. Από τη μηριαία αρτηρία, ειδικοί λεπτοί καθετήρες στους οποίους υπάρχουν ενσωματωμένα ηλεκτρόδια, προωθούνται ανώδυνα σε ειδικά σημεία στην καρδιά και καταγράφουν την ηλεκτρική δραστηριότητά της. Μέσω των ίδιων ηλεκτροδίων είναι δυνατή η ηλεκτρική διέγερση της καρδιάς με στόχο τη μελέτη του ηλεκτρικού συστήματος της καρδιάς .
Κατά τη διάρκεια της ηλεκτροφυσιολογικής μελέτης μπορεί ο ασθενής να αισθανθεί ζάλη ή ακόμη και να λιποθυμήσει σε περίπτωση που προκληθεί ταχυαρρυθμία. Δεν συντρέχει όμως λόγος ανησυχίας από μέρους του ασθενούς, καθώς ο ειδικός καρδιολόγος που την διενεργεί είναι σε απόλυτη ετοιμότητα για να επέμβει προκειμένου να την βηματοδοτήσει εξωσωματικά ή να την ανατάξει. Είναι όμως αναγκαία η εξέταση, διότι μόνο έτσι ταυτοποιείται ο μηχανισμός της αρρυθμίας και προκύπτουν ασφαλή στοιχεία για τον τρόπο θεραπείας που πρέπει να επιλεγεί για να αποφευχθεί η συγκοπή. Αυτοί είναι:
- Καυτηριασμός (ablation) για τη μόνιμη αντιμετώπιση των αρρυθμιών.
- Εμφύτευση απινιδωτή.